Publicitad R▼
εξαντλώ (v.)
1.κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τις δυνάμεις ή την ένταση του
2.κουράζω κάποιον
3.εξασθενίζω, κάνω κάτι λιγότερο έντονο ή λιγότερο αποτελεσματικό
4.ελαττώνω, σμικρύνω, λιγοστεύω
Publicidad ▼
εξαντλώ
εξαντλώ (v.)
αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξασθενώ, εξουθενώνω, καταναλίσκω, καταστρέφω, μειώνω, ξεθεώνω, ξοδεύω, υπονομεύω, χρησιμοποιώ
Ver también
εξαντλώ (v.)
↘ ανίκανος να αποδώσει λόγω υπερβολικής κούρασης, εξασθένιση, φθορά ↗ αδύναμος, ασθενικός, με τάση για λιποθυμία ≠ φρεσκάρω
Publicidad ▼
εξαντλώ
εξαντλώ (v.)
rendre physiquement faible (fr)[Classe]
rendre faible (moral) (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
DiseaseOrSyndrome (en)[Domaine]
εξαντλώ (v.)
εξαντλώ (v.)
εξαντλώ (v.)
εξαντλώ (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s