Publicitad D▼
επιδιορθώνω (v.)
1.αποκαθιστώ τη βλάβη σε συγκεκριμένο αντικείμενο
2.μετατρέπω ένα πράγμα έτσι ώστε να είναι κατάλληλο για άλλη χρήση
επιδιορθώνω
1.διορθώνω κάτι
Publicidad ▼
επιδιορθώνω (v.)
Ver también
επιδιορθώνω
↘ ανεπανόρθωτος, διορθωτικός, επανορθωτικός, επανόρθωση, επιδιορθωτής, επισκευή, εργασία αποκατάστασης, καρίκωμα, ρύθμιση ≠ αποσπώ, καταστρέφω, κομματιάζω, σπάζω, χωρίζω κτ. από το σύνολο
Publicidad ▼
επιδιορθώνω
recondition; repair; mend (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
Pretending (en)[Domaine]
Repairing (en)[Domaine]
επιδιορθώνω (v.)
ζωγραφίζω[Hyper.]
επιδιορθώνω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s