Publicitad R▼
επιθυμία (n.)
1.Η εσωτερική παρόρμηση και τάση, η ψυχική προδιάθεση και το ενδιαφέρον που έχει κάποιος να πράξει, να αποκτήσει ή να απολαύσει κάτι
2.ακατάσχετη επιθυμία
3.η ιδιαίτερη προτίμηση για κάτι που μας αρέσει πολύ
4.αίσθημα έντονης επιθυμίας
5.η ψυχική διάθεση απέναντι σε κάποιον ή κάτι
6.το συναίσθημα που συνοδεύει μια ανικανοποίητη κατάσταση, το να θέλει κανείς κάτι.
Publicidad ▼
επιθυμία (n.)
"αδυναμία", αδυναμία, αυθόρμητη ενέργεια, βούληση, ευχή, θέληση, ιδιοτροπία, καπρίτσιο, λαχτάρα, παράκληση, παραξενιά, παρόρμηση, πόθος, σφοδρή επιθυμία
επιθυμία (n.f.)
Ver también
επιθυμία (n.)
Publicidad ▼
επιθυμία (n.)
ambition (en)[Classe]
souhait (espoir exprimé que qqch ait lieu) (fr)[Classe]
espoir, souhait (fr)[Classe]
application; inquiry; request; demand (en)[Classe]
vœu (souhait exprimé auprès d'une divinité) (fr)[Thème]
(ικανοποίηση), (ικανοποιημένος; χαρούμενος; ολοκληρωμένος), (ικανοποιητικός; ευχάριστος)[termes liés]
(εκτίμηση; ευγνωμοσύνη; αναγνώριση; ευχαριστίες)[termes liés]
(απελευθέρωση; χειραφέτηση), (απελευθερώτησ; λυτρωτήσ; ελευθερωτήσ; ελευθερωτής)[Caract.]
factotum (en)[Domaine]
Requesting (en)[Domaine]
επιθυμία (n.)
αυθαιρεσία; ιδιοτροπία; παραξενιά[ClasseParExt.]
méchanceté (défaut) (fr)[ClasseParExt.]
θανάσιμο αμάρτημα[ClasseParExt.]
sentiment d'envie (fr)[Classe]
επιθυμία (n.)
αφοσίωση; στοργή; αγάπη[Classe]
γούστο, ικανοποίηση[Hyper.]
με τραβάει - μεροληπτικός, που δείχνει αδυναμία[Dérivé]
επιθυμία (n.)
factotum (en)[Domaine]
EmotionalState (en)[Domaine]
επιθυμία[Hyper.]
θέλω - επιθυμώ, εύχομαι - βούλομαι, ελπίζω, επιθυμώ, εύχομαι, ποθώ - εύχομαι, κάνω ευχή - ενδιαφέρομαι, θέλω - επιθυμώ, θέλω[Dérivé]
επιθυμία (n.)
volition; will (en)[ClasseHyper.]
volition; will (en)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
επιθυμία (n.)
επιθυμία (n. f.)
ce vers quoi tend le désir (fr)[ClasseHyper.]
arousal (en)[Hyper.]
επιθυμώ, θέλω - desire (en) - ελπίζω, πιστεύω - επιθυμών[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s