Publicitad R▼
επιλογή (n.)
1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εκλέγω κάποιον
2.το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι, να επιλέγει κάτι, να ξεχωρίζει από ένα σύνολο το καλύτερο ή να αποφασίζει ανάμεσα σε ορισμένες λύσεις, δυνατότητες κ.τ.λ.
επιλογή (n.f.)
1.εναλλακτική ενέργεια
2.το να διαλέγει κάποιος κάποιον ή κάτι
Publicidad ▼
επιλογή (n.)
επιλογή (n.f.)
Ver también
επιλογή (n.f.)
↘ προαιρετικός ↗ διαλέγω, διαλέγω για τις δύσκολες δουλειές, επιλέγω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κπ.
επιλογή (n.)
↗ διαλέγω, διαλέγω για τις δύσκολες δουλειές, επιλέγω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κπ.
Publicidad ▼
επιλογή (n.)
politics (en)[Domaine]
Selecting (en)[Domaine]
εκλογή, επιλογή, τι επιθυμώ, ό[Hyper.]
εκλογικός[Dérivé]
επιλογή (n.)
εκλογή; ό; τι επιθυμώ; διαλογή; συλλογή[ClasseHyper.]
nomination; appointment; elevation; raising (en)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Selecting (en)[Domaine]
δράση, ενέργεια, πράξη[Hyper.]
διαλέγω, διαλέγω για τις δύσκολες δουλειές, επιλέγω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κπ.[Nominalisation]
διαλέγω, επιλέγω, ξεδιαλέγω - διαλέγω[Dérivé]
επιλογή (n. f.)
διαλογή; εκλογή; επιλογή[Classe]
choix entre deux propositions contraires (fr)[Classe]
(δοκιμασία; βάρος; έγνοια; φορτίο; άχθος)[Caract.]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
απόφαση[Hyper.]
alternative, reciprocating (en)[Dérivé]
επιλογή (n. f.)
απόφαση[Hyper.]
διαλέγω, διαλέγω για τις δύσκολες δουλειές, επιλέγω, ξεχωρίζω, ξεχωρίζω κπ.[Nominalisation]
διαλέγω, επιλέγω, ξεδιαλέγω[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s