Publicitad R▼
επισκιάζω (v.)
1.ρίχνω τον ίσκιο μου πάνω σε κάτι
2.ρίχνω τον ίσκιο μου επάνω σε κάτι
Publicidad ▼
επισκιάζω (v.)
αποκλείω, δεν εισέρχομαι, εμποδίζω, κάνω κτ. να δείχνει μικρότερο, κλειδώνω έξω, μένω ή κρατώ κπ. έξω
Ver también
επισκιάζω (v.)
≠ βάζω
Publicidad ▼
επισκιάζω (v.)
επισκιάζω (v.)
θαμπώνω, καλύπτω, κρύβω, σκεπάζω[Hyper.]
επισκιάζω (v.)
επισκιάζω (v.)
ξεπερνώ, ξεπερνώ κπ., υπερτερώ[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s