Publicitad D▼
εργατικότητα (n.)
Publicidad ▼
Ver también
εργατικότητα (n.)
↘ ακριβής, διεξοδικός, εμπεριστατωμένος, επίμονος, εργατικός, ευσυνείδητος, σε βάθος, σχολαστικός ↗ δύσκολος, εξαιρετικά κοπιώδης, εξαντλητικός, επίμοχθος, κοπιαστικός, κοπιώδης, κουραστικός
εργατικότητα (n.)
εργατικότητα (n.)
manière minutieuse de faire (fr)[Classe]
λεπτομέρεια[Classe]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,046s