Publicitad R▼
ζώο (n.)
1.ζώο που εκπαιδεύεται και χρησιμοποιείται για βαριές εργασίες
ζώο (n. neu.)
1.(βιολογία) σύμφωνα με μια παλαιότερη αλλά ακόμη αποδεκτή διάκριση των έμβιων όντων σε ζώα και φυτά, κάθε ζωντανός οργανισμός προικισμένος με αισθήσεις και με την ικανότητα να μετακινείται και να βρίσκει μόνος του την τροφή· κάθε ζωντανός οργανισμός που ανήκει στην τελευταία και ανώτερη κατηγορία από τις πέντε στις οποίες διακρίνει η νεότερη βιολογία τα έμβια όντα
Publicidad ▼
⇨ definición de ζώο (Wikipedia)
ζώο (n. neu.)
αγροίκος, βάρβαρος άνθρωπος, δημιούργημα, θεριό, θηρίο, κτήνος, ον
Ver también
Publicidad ▼
⇨ αγαπητό ζώο • αδέσποτο ζώο • αδηφάγο ζώο • ανθρωποφάγο ζώο • αρπακτικό (ζώο • αρπακτικό (ζώο, πουλί) • αρπακτικό ζώο • γουνοφόρο ζώο • δίχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • διαγονιδιακό ζώο • διασταύρωση (για ζώο ή φυτό) • εικοσάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εννιάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εννιάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εντεκάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εντεκάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εξάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εξάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • εξημερωμένο ζώο • εξημερωμένος (για ζώο) • εξηντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εξηντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • επιβλαβές ζώο ή φυτό • εφτάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • εφτάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • ζώο Ondatra zibethica • ζώο αγροκτήματος • ζώο αναπαραγωγής • ζώο γένους mustela • ζώο γαλακτοπαραγωγής • ζώο για σφαγή • ζώο ενός έτους • ζώο που τρώει ζώα του είδους του • ζώο τάξης προβοσκιδοειδών • ζώο φόρτου • καστανόξανθος (για ζώο) • κατοικίδιο ζώο • κατοικίδιος (για ζώο) • κουρεύω ζώο • μαθαίνω σε ζώο να μη λερώνει το σπίτι • μαστάρι (για ζώο) • μη καθαρόαιμο (για ζώο) • μικρόσωμο ζώο • νανώδεσ ζώο • οικόσιτο ζώο • οκτάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • οκτάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • παμφάγο ζώο • παρασιτικό ζώο • πεντάχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • πεντάχρονος για πρόσωπο ή ζώο • ράχη (για ζώο) • σαρκοβόρο ζώο gulo gulo • σαρκοβόρο ζώο gulo luscus • σαρκοφάγο ζώο • ταίρι (για ζώο) • τετράχρονος (για πρόσωπο ή ζώο) • τετράχρονος για πρόσωπο ή ζώο • φορτηγό ζώο • φυτοφάγο ζώο
⇨
γουνοφόρο ζώο • διαγονιδιακό ζώο • ζώο αγροκτήματος • ζώο αναπαραγωγής • ζώο γαλακτοπαραγωγής • ζώο για σφαγή • οικόσιτο ζώο
ζώο (n.)
ζώο (n.)
zoology (en)[Domaine]
Animal (en)[Domaine]
οργανισμός[Hyper.]
ζωικό βασίλειο[membre]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω - animalise, animalize (en) - κτηνώδης, χυδαίος[Dérivé]
ομάδα[Desc]
ζώο (n.)
bumpkin; yokel; country bumpkin; hick; peasant (en)[Classe]
personne bourrue (fr)[Classe]
personne grossière (fr)[Classe]
personne stupide (selon l'origine sociale) (fr)[Classe]
person (en)[Domaine]
Human (en)[Domaine]
αντιπαθητικό άτομο[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,452s