Publicitad D▼
ηρεμώ (v.)
1.οδηγώ ή επαναφέρω κάποιον, κάτι σε κατάσταση ηρεμίας
ηρεμώ
1.ηρεμώ,κάνω κτ πιο ήπιο στην εκδήλωσή του
Publicidad ▼
ηρεμώ (v.)
γαληνεύω, ηρεμιστικό, ησυχάζω, καθησυχάζω, καλμάρω, κατευνάζω, μετριάζω, χορηγώ καταπραϋντικό
Ver también
ηρεμώ (v.)
≠ αφυπνίζω, δραστηριοποιώ, ενεργοποιώ, εξεγείρω, κινητοποιώ, ξεσηκώνω τον κόσμο, ταράζω
Publicidad ▼
ηρεμώ
ηρεμώ (v.)
ηρεμώ (v.)
anesthésier (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s