Publicitad R▼
θλίψη (n.)
1.ισχυρός ψυχικός πόνος
2.κατάσταση που δημιουργείται από μεγάλο ψυχικό πόνο, από μεγάλη σωματική στέρηση και γενικά από την αδυναμία να ικανοποιηθεί κάποια επιθυμία
3.έντονη λύπη που προκαλείται συνήθως από το χαμό κάποιου αγαπημένου προσώπου
4.θλίψη που συνδυάζεται με κάτι που δεν έχει πραχθεί σωστά ή με μία απογοήτευση
5.το να είναι κανείς λυπημένος
Publicidad ▼
θλίψη (n.)
βάσανο, δυστυχία, λύπη, μακαβριότητα, μαράζι, μελαγχολία, μεταμέλεια, οδύνη, πίκρα, πόνος, σπαραγμός, στενοχώρια, χλομάδα, ψυχική οδύνη
θλίψη (n.f.)
Ver también
θλίψη (n.)
↘ λυπώ ↗ ανοιχτός, αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω, αχνός, θλιμμένος, κάτασπρος, λυπημένος, μελαγχολία, μελαγχολικός, μεταμελούμαι, μετανιώνω, μετανοώ, χλωμός, χλωμόσ, ωχρούτσικοσ, ύπωχροσ ≠ ευτυχία
Publicidad ▼
θλίψη (n.)
πρόβλημα[Hyper.]
βασανίζω, θλίβω, στεναχωρώ[Dérivé]
θλίψη (n.)
factotum (en)[Domaine]
EmotionalState (en)[Domaine]
θλίψη, μαράζι, πίκρα, σπαραγμός, ψυχική οδύνη[Hyper.]
δακρύβρεχτος, ευσυγκίνητος, θλιβερός, κλαψιάρης[Dérivé]
ποίημα[Domaine]
θλίψη (n.)
θλίψη (n.)
λευκότησ; ασπράδα; λευκότητα[Classe]
(πορφυροειδήσ)[Caract.]
(απόχρωση (δέρματος); απόχρωση δέρματος; εμφάνιση συν. προσώπου; χρώμα)[termes liés]
pâle (fr)[Propriété~]
απόχρωση δέρματος, εμφάνιση συν. προσώπου[Hyper.]
χλωμόσ, ωχρούτσικοσ, ύπωχροσ - ανοιχτός, αχνός, κάτασπρος, χλωμός[Propriété~]
χλομιάζω, χλωμιάζω, ωχριώ - lurid (en) - αναιμικός - κατάχλωμος, υπερβολικά έντονος, φλογερός - ανοιχτός, αρρωστημένος, χλομός, χλωμός, ωχρός - black-and-blue, livid (en)[Dérivé]
θλίψη (n.)
désespoir (fr)[Classe]
πλαδαρότητα; απαλότητα; χαυνότησ; χαλαρότητα; πλαδαρότησ; αδυναμία; απαλότησ; χαυνότητα[Classe]
κατάθλιψη[Hyper.]
αποθαρρύνω, αποκαρδιώνω[Nominalisation]
θλίψη (n.)
παρατεταμένος πόνος, πόνος[Hyper.]
θλίψη (n.)
tristesse (fr)[Classe]
trouble mental : tristesse profonde et durable (fr)[ClasseParExt.]
malheur (fr)[Classe]
affliger (fr)[Nominalisation]
θλίψη (n.)
ατμόσφαιρα, γενική αίσθηση[Hyper.]
θλίψη (n.)
λύπηση - λύπη, πικρία[Hyper.]
θλίψη (n.)
τύψεις συνείδησης[ClasseHyper.]
(πετυχαίνω; προκόβω; αποζημιώνω; διορθώνω)[termes liés]
θλίψη (n.)
tristesse (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,046s