Publicitad E▼
θράσος (n.)
1.προκλητική έλλειψη δισταγμού στη συμπεριφορά κάποιου, η οποία εκδηλώνεται με λόγια ή ενέργειες που κανονικά δεν πρέπει να λέγονται ή να γίνονται
Publicidad ▼
θράσος
αδιαντροπιά, αναίδεια, αυθάδεια, θρασύτητα, υπερβολικό θάρρος
Ver también
θράσος
Publicidad ▼
θράσος
impudence (fr)[Classe]
θράσος, τόλμη[Hyper.]
αναίσχυντος, αναιδής, ξεδιάντροπος, ξετσίπωτος[Propriété~]
presume (en) - αναιδής, αυθάδης, θρασύς[Dérivé]
θράσος (n.)
θράσος (n.)
θράσος (n.)
θράσος[Hyper.]
αδιάντροπος, αυθάδης[Dérivé]
θράσος (n.)
επιθετικότητα[Hyper.]
αυθαδιάζω - confront, face (en) - αδιάντροπος, αυθάδης - αλαζόνας, αναιδής[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s