Publicitad E▼
θροΐζω (v.)
1.λέω κάτι με πολύ χαμηλή φωνή έτσι που να το ακούσει μόνο όποιος βρίσκεται πολύ κοντά μου
2.παράγω ελαφρό, ασθενή και συνεχή ήχο, κυρίως από την κίνηση και την τριβή των φύλλων των δέντρων
Publicidad ▼
θροΐζω (v.)
θροϊζω (v.)
Ver también
Publicidad ▼
θροΐζω (v.)
parler bas (fr)[Classe]
produire un son (fr)[Classe...]
θροΐζω (v.)
εκπέμπω ήχο, ηχώ[Hyper.]
ψίθυρος[Dérivé]
θροϊζω (v.)
produire un bruit (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,016s