Publicitad R▼
θυμώνω (v.)
1.προκαλώ την οργή και το θυμό σε κπ,εξαγριώνω
2.οργίζομαι,καταλαμβάνομαι από θυμό
Publicidad ▼
θυμώνω
αρπάζομαι, γίνομαι έξω φρενών, εξοργίζομαι, ξεσπώ, παραφέρομαι, χάνω την ψυχραιμία μου, χάνω τη ψυχραιμία μου
θυμώνω (v.)
αγανακτώ, ανάβω, γίνομαι έξω φρενών, γίνομαι εκτός εαυτού, εκνευρίζομαι, εξάπτομαι, εξοργίζω, νευριάζω, οργίζω, φουρκίζομαι, χολιάζω
Ver también
Publicidad ▼
θυμώνω
causer du désagrément (fr)[Classe]
παραφέρομαι; γίνομαι έξω φρενών; χάνω τη ψυχραιμία μου; εξοργίζομαι[Classe]
fume, rage (en)[Hyper.]
έκρηξη, ξέσπασμα[Dérivé]
θυμώνω (v.)
θυμώνω (v.)
αισθάνομαι, νοιώθω, υποφέρω[Hyper.]
οργή - θυμός, οργή, χολή - θυμός, οργή[Dérivé]
θυμώνω (v.)
εξοργίζω, θυμώνω, οργίζω[Hyper.]
θυμόσ, οργή[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s