Publicitad D▼
θυρίδα (n.)
1.(σε καταστήματα) το επίμηκες έπιπλο ή κατασκευή, πίσω από την οποία βρίσκεται ο πωλητής και πραγματοποιούνται οι συναλλαγές ή (προκειμένου για μπαρ) ο σερβιτόρος, η κατασκευή την οποία χρησιμοποιούν οι μικροπωλητές, για να τοποθετούν το εμπόρευμά τους
2.μικρό μεμβρανοειδές άνοιγμα, ειδικά αυτό στο οστό του αυτιού ανάμεσα στο μεσαίο και εσωτερικό αυτί
Publicidad ▼
θυρίδα (n.)
θυρίδα (n.)
oreille moyenne (fr)[DomainDescrip.]
θυρίδα (n.)
case; bin; canister; box (en)[Classe]
meuble de rangement clos (fr)[Classe]
ensemble de compartiments (fr)[Classe]
matériel de bureau (fr)[ClasseParExt.]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s