Publicitad E▼
ισοδυναμώ (v.)
1.έχω, ανεξάρτητα από τις όποιες άλλες διαφορές, την ίδια αξία, σπουδαιότητα, σημασία, έννοια κ.τ.λ. με άλλον, είμαι ισοδύναμος
2.φθάνω σε συγκεκριμένη μονάδα
Publicidad ▼
ισοδυναμώ (v.)
ίσον , αθροίζω, ανέρχομαι, ανέρχομαι σε, γίνομαι, ισοφαρίζω, ισούμαι με, κάνω
Ver también
Publicidad ▼
ισοδυναμώ (v.)
être égal à (fr)[ClasseHyper.]
factotum (en)[Domaine]
equal (en)[Domaine]
équipollent (fr)[Etre+Attribut]
διαφέρω[Ant.]
ισοδυναμώ (v.)
coûter un prix (fr)[Classe]
δίδω; δίνω; δώνω[ClasseHyper.]
ήμουν, είμαι, υπάρχω[Hyper.]
ποσότητα, σύστημα μέτρησης - άθροισμα, σύνολο - ποσότητα - άθροισμα, σύνολο - αριθμός, ψηφίο - αριθμός[Dérivé]
αθροίζω, προσθέτω[Analogie]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s