Publicitad E▼
κέντημα (n.)
1.δημιουργία διακοσμητικής υφασμάτων που γίνεται με βελόνα και κλωστή
Publicidad ▼
κέντημα (n.)
Publicidad ▼
κέντημα (n.)
κέντημα[ClasseHyper.]
do needlework, embroider (en)[Nominalisation]
εργόχειρο, κέντημα, χειροτέχνημα[Hyper.]
κεντώ[Dérivé]
κέντημα (n.)
δημιουργία, δημιούργημα[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s