Publicitad D▼
κέφι (n.)
1.η ιδιότητα του ζωηρού, ζωντάνια, ζωηράδα
2.ευχάριστη έξαρση ψυχικών διαθέσεων που είτε μένει στην ψυχή, είτε εξωτερικεύεται με εκδηλώσεις χαράς ή ορμητικές ενέργειες για κάποιο σκοπό
3.η έντονη δραστηριότητα, η ενεργητικότητα, η αυτοπεποίθηση και η μαχητικότητα
Publicidad ▼
κέφι
κέφι (n.)
διασκέδαση, δυναμικότητα, δυναμισμός, ενεργητικότητα, ενθουσιασμός, ευδιαθεσία, ευθυμία, ζωηρότητα, ζωντάνια, θάρρος, ιλαρότητα, κοσμιότησ, κοσμιότητα, σφρίγος
Ver también
κέφι (n.)
Publicidad ▼
⇨ κάνω κέφι • κάνω κέφι για κτ. • με κέφι • μου κάνει κέφι • παίζω με κέφι • που βρίσκεται στο κέφι • φτιάχνω το κέφι κπ.
κέφι
κέφι (n.)
caractère de ce qui a de la vie, est vif (fr)[Classe]
animation (fr)[Classe]
κέφι (n.)
inspiration (en)[ClasseParExt.]
émotion se traduisant par une excitation joyeuse (fr)[Classe]
qualité du style littéraire (fr)[Classe]
κέφι (n.)
industry; diligence (en)[Classe]
caractère de ce qui a de la vie, est vif (fr)[Classe]
énergie d'un être en pleine santé (fr)[Classe]
(ρυθμός)[Caract.]
δραστηριότητα, ενεργητικότητα[Hyper.]
δυναμικός, προοδευτικός[Dérivé]
κέφι (n.)
ιδιότητα[Hyper.]
ευημερώ, ευτυχώ - ευχαριστώ, φτιάχνω το κέφι κπ., χαροποιώ - ευδιάθετος, εύθυμος, χαρμόσυνος - εγκάρδιος, ευχάριστος, κεφάτος, χαρούμενος - δυστυχής, καταθλιπτικός, μελαγχολικός[Dérivé]
διάθεση, ιδιοσυγκρασία, προσωπικότητα, ταμπεραμέντο, φύση, χαρακτήρας, ψυχοσύνθεση[Desc]
uncheerfulness (en)[Ant.]
κέφι (n.)
απόλαυση[Classe]
κέφι (n.)
κέφι (n.)
αέρας, κομψότητα[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,063s