Publicitad R▼
καβαλικευω (v.)
1.ανεβαίνω και οδηγώ όχημα, κυρίως δίκυκλο
καβαλικεύω (v.)
1.ανεβαίνω σε άλογο ή άλλο ζώο και ταξιδεύω πάνω σε αυτό
2.ανεβαίνω και οδηγώ όχημα, κυρίως δίκυκλο
Publicidad ▼
καβαλικευω (v.)
καβαλικεύω (v.)
Publicidad ▼
καβαλικευω (v.)
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
αυτoκινητάδα, διαδρομή με όχημα - rider (en)[Dérivé]
καβαλώ, πηγαίνω - ιππεύω, καβαλάω, καβαλικεύω[Domaine]
καβαλικεύω (v.)
monter sur un cheval (fr)[DomainRegistre]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s