Publicitad R▼
καθαρίζω (v.)
1.αφαιρώ ή απομακρύνω ανεπιθύμητα μικροτεμάχια
2.αφαιρώ το κέλυφος ή την φλούδα από κάτι
3.καθαρίζω το λαιμό μου με βήξιμο
4.απαλλάσσω από ξένα, περιττά ή ανεπιθύμητα σώματα
5.απομακρύνω ή αφαιρώ κάτι
6.απαλλάσσω από ξένα, περιττά ή ανεπιθύμητα πράγματα
7.δίνω διαύγεια και καθαρότητα
8.καθαρίζω ή απομακρύνω κάτι με σκούπισμα ή σφούγγισμα
9.κάνω κάτι καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει, αφαιρώ οποιαδήποτε άχρηστα στοιχεία
10.γίνομαι καθαρός
11.έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα
12.( για ζώα) καθαρίζω το σώμα μου ή άλλα ζώα με γλείψιμο
13.σκοτώνω τον έναν μετά τον άλλο
14.σκοτώνω,ξεπαστρεύω
15.απομακρύνω κάτι ενώ καθαρίζω
16.αφαιρώ από ένα υγρό τις στερεές ουσίες που περιέχει, είτε αυτές αποτελούν φυσικά συστατικά του είτε είναι ξένες προσμείξεις, με τις κατάλληλες φυσικές ή χημικές μεθόδους
καθαρίζω
1.αφαιρώ τη σκόνη από μία επιφάνεια,χρησιμοποιώντας πανί ή βούρτσα
2.βάζω σε τάξη αντικείμενα
Publicidad ▼
Ver también
καθαρίζω
καθαρίζω (v.)
↘ αποδεκάτισμα, αποδεκατισμός, αφανισμός, εκριζωτήσ, εξολόθρευση, εξόντωση, επικριτικός, καθάρισμα, καταστρεπτικός, καταστροφή, καταστροφικός, μη εποικοδομητικός, συντριβή ≠ βρομίζω, λεκιάζω, λερώνω, ρυπαίνω
Publicidad ▼
⇨ (ξε)καθαρίζω • καθαρίζω (π.χ. στάβλο) • καθαρίζω με άμμον • καθαρίζω με σαμπουάν • καθαρίζω με στεγνό καθάρισμα • καθαρίζω με σύριγγα • καθαρίζω με τσουγκράνα • καθαρίζω ξύνοντας με κτ. αιχμηρό • καθαρίζω προσεκτικά • καθαρίζω σχολαστικά • καθαρίζω το βυθό • καθαρίζω το σπίτι • καθαρίζω τρίβοντας
καθαρίζω
καθαρίζω
pour; pour out (en)[Classe]
turn out; empty; empty out; pump out; shake out (en)[ClasseHyper.]
(κλωβός μεταφοράς αγαθών; δοχείο)[termes liés]
καθαρίζω
καθαρίζω
wash; wash out (en)[Classe]
clean out; purify; clean (en)[Classe]
((πλακο)στρώνω), (πλάκα πεζοδρομίου)[termes liés]
απορροφώ, μαζεύω[Hyper.]
πατσαβούρα, σφουγγαρίστρα - σφουγγάρισμα - mopper (en)[Dérivé]
καθαρίζω
καθαρίζω (v.)
καθαρίζω (v.)
Removing (en)[Domaine]
καθαρίζω (v.)
enlever une partie, un élément d'un tout (fr)[ClasseHyper.]
καθαρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
καθαρίζω (v.)
faire devenir plus claire une couleur (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
αλλάζω[Hyper.]
διευκρίνηση[Dérivé]
καθαρίζω (v.)
clean out; purify; clean (en)[ClasseHyper.]
purifier : rendre la matière pure (fr)[Classe]
dégager de ce qui embarrasse (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
net (fr)[Rendre+Attrib.]
αλλάζω[Hyper.]
καθάρισμα - γαλάκτωμα καθαρισμού - καθαριστής - dry cleaner (en)[Dérivé]
καθαρίζω το σπίτι - καθαρίζω[Domaine]
καθαρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
capability (en)[Domaine]
καθαρίζω (v.)
rentrer de nouveau en possession de qqch (fr)[Classe]
traite (fr)[termes liés]
καθαρίζω (v.)
καθαρίζω (v.)
καθαρίζω (v.)
tuer des personnes en grand nombre (fr)[ClasseHyper.]
détruire totalement (fr)[Classe]
military (en)[Domaine]
Killing (en)[Domaine]
καθαρίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Removing (en)[Domaine]
καθαρίζω (v.)
Removing (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,078s