definición y significado de καθαρίζω | sensagent.com


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de καθαρίζω

Definición

καθαρίζω (v.)

1.αφαιρώ ή απομακρύνω ανεπιθύμητα μικροτεμάχια

2.αφαιρώ το κέλυφος ή την φλούδα από κάτι

3.καθαρίζω το λαιμό μου με βήξιμο

4.απαλλάσσω από ξένα, περιττά ή ανεπιθύμητα σώματα

5.απομακρύνω ή αφαιρώ κάτι

6.απαλλάσσω από ξένα, περιττά ή ανεπιθύμητα πράγματα

7.δίνω διαύγεια και καθαρότητα

8.καθαρίζω ή απομακρύνω κάτι με σκούπισμα ή σφούγγισμα

9.κάνω κάτι καθαρό, βγάζω τη βρομιά ή απομακρύνω ό,τι άχρηστο υπάρχει, αφαιρώ οποιαδήποτε άχρηστα στοιχεία

10.γίνομαι καθαρός

11.έχω καθαρό κέρδος ή εισόδημα

12.( για ζώα) καθαρίζω το σώμα μου ή άλλα ζώα με γλείψιμο

13.σκοτώνω τον έναν μετά τον άλλο

14.σκοτώνω,ξεπαστρεύω

15.απομακρύνω κάτι ενώ καθαρίζω

16.αφαιρώ από ένα υγρό τις στερεές ουσίες που περιέχει, είτε αυτές αποτελούν φυσικά συστατικά του είτε είναι ξένες προσμείξεις, με τις κατάλληλες φυσικές ή χημικές μεθόδους

καθαρίζω

1.αφαιρώ τη σκόνη από μία επιφάνεια,χρησιμοποιώντας πανί ή βούρτσα

2.βάζω σε τάξη αντικείμενα

   Publicidad ▼

Sinónimos

Ver también

   Publicidad ▼

Frases

Diccionario analógico

















καθαρίζω (v.)






 

todas las traducciones de καθαρίζω


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

5295 visitantes en línea

computado en 0,078s