Publicitad D▼
καθορίζω (v.)
1.ορίζω κάτι με ακρίβεια, προσδιορίζω, αποφασίζω, κάνω μια εκτίμηση
2.ορίζω ,καθορίζω
3.γνωρίζω, καταλαβαίνω κάτι ύστερα από έρευνα, έλεγχο κ.τ.λ.
Publicidad ▼
καθορίζω (v.)
αναφέρω λεπτομερώσ, αποκρυσταλλώνομαι, αποκρυσταλλώνω, αποφασίζω, βάζω, δίνω οδηγίες, διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξειδικεύω, μεταβιβάζω, ορίζω, περικεύω, προδιαγράφω, προσδιορίζω, υπολογίζω
Ver también
καθορίζω (v.)
↗ ακριβής, α κριβολόγος, ακριβώς, εντελώς, σχολαστικός, τυπικός ≠ μη συγκεκριμένα, μιλώ γενικά
Publicidad ▼
καθορίζω
αποφασίζω[Hyper.]
καθορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Deciding (en)[Domaine]
απόφαση, συμπέρασμα - décision (fr) - έφεση, ταλέντο[Dérivé]
καθορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
καθορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
δημιουργώ, κάνω, κατασκευάζω[Hyper.]
καθορίζω (v.)
κοκαλώνω, παγώνω, σταματώ απότομα[Hyper.]
οριστικοποιώ, τελειώνω[Analogie]
καθορίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Learning (en)[Domaine]
καθορίζω (v.)
déterminer par une définition (fr)[Classe]
préciser (fr)[Classe]
philosophy (en)[Domaine]
Communication (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s