Publicitad R▼
καθορισμένος (adj.)
1.αυτός που είναι προσδιορισμένος με ακρίβεια
2.που έχει προδιαγραφεί, έχει οριστεί εκ των προτέρων
3.(αριθμός) που έχει προσδιοριστεί και δεν αλλάζει η αξία του
Publicidad ▼
καθορισμένος (adj.)
αμετάβλητος, αμετακίνητος, δεδομένος, διευθετημένος, δοσμένος, σταθερός, στερεότυπος
καθορισμένος (n.)
Publicidad ▼
καθορισμένος (adj.)
settled (en)[Similaire]
καθορισμένος (adj.)
meticulous; precise; exact (en)[Classe]
qui est défini une fois pour toutes (fr)[Classe]
évalué (fr)[Classe]
défini (fr)[Classe]
spécifié (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Stating (en)[Domaine]
καθορισμένος (adj.)
settled (en)[Similaire]
καθορισμένος (adj.)
determinate (en)[Similaire]
καθορισμένος (n.)
οδηγός[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s