Publicitad D▼
καπηλειό (n. neu.)
1.κατάστημα ή χώρος όπου σερβίρονται ποτά, συνήθως οινοπνευματώδη, ενώ οι πελάτες στέκονται όρθιοι ή κάθονται
Publicidad ▼
καπηλειό (n. neu.)
καπηλειό (n.)
δωμάτιο[Hyper.]
μπαρ, μπιραρία, παμπ[Desc]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,047s