Publicitad R▼
καταπληκτικός (adj.)
άριστος, βλ. ωοrld, διαπεραστικός, εντυπωσιακός, θαυμάσιος, θαυμαστός, περίφημος, πρώτης τάξης, συγκλονιστικός, συνταρακτικός, σχετικά καλός, τρομερός, τσουχτερός, φανταστικός
Publicidad ▼
Ver también
καταπληκτικός (adj.)
↘ θαυμαστό ↗ εκπλήσσω, κάνω κπ. να σαστίσει, καταπλήσσω, ρίχνω κάτω
Publicidad ▼
καταπληκτικός (adj.)
qui n'est pas vraisemblable (fr)[Classe]
très étonnant (fr)[Classe]
κάνω κπ. να σαστίσει, καταπλήσσω - εκπλήσσω, καταπλήσσω, ρίχνω κάτω[Qui~]
εντυπωσιακός[Similaire]
καταπληκτικός (adj.)
ωραίος, όμορφος[Similaire]
καταπληκτικός (adj.)
extraordinary, peculiar, special (en)[Similaire]
καταπληκτικός (adj.)
très drôle (fr)[Classe]
qui cause, produit, facilite, entraîne un phénomène ou une action (fr)[Classe...]
désopiler (fr) - gondoler (fr)[Qui~]
αστείος, κωμικός[Similaire]
έκφραση της καθομιλουμένης[Domaine]
καταπληκτικός (adj.)
admirable (fr)[Classe]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s