Publicitad R▼
καταπραΰνω (v.)
1.ελαττώνω την ένταση, τη δύναμη, την ορμή
2.μειώνω την ένταση μιας ψυχικής ή σωματικής αντίδρασης
3.ηρεμώ,κάνω κτ πιο ήπιο στην εκδήλωσή του
4.καταπραϋνω, μειώνω τους σωματικούς ή ψυχικούς πόνους, απαλάσσω κάποιον από αυτούς
5.αφαιρώ από κάποιον ένα μέρος από τους σωματικούς πόνους ή από τις ευθύνες που τον βαραίνουν, τον ξεκουράζω
Publicidad ▼
καταπραΰνω (v.)
ανακουφίζω, απαλύνω, ηρεμώ, ηρεμώ κπ., ησυχάζω, ησυχάζω κπ., καταλαγιάζω, κατευνάζω, μαλακώνω, ξαλαφρώνω, πίνω αρκετά ώστε να ξεδιψάσω, σβήνω
Ver también
Publicidad ▼
καταπραΰνω (v.)
εκπληρώνω, πραγματοποιώ[Hyper.]
δίψα[GenV+comp]
απορροφώ, καταναλώνω, πίνω, παίρνω, τρώω, χρησιμοποιώ[Domaine]
καταπραΰνω (v.)
ανακουφίζω[ClasseHyper.]
appease (en)[ClasseHyper.]
ανακουφίζω, απαλύνω, καταπραΰνω[Hyper.]
ενοχλώ[Ant.]
καταπραΰνω (v.)
ανακουφίζω[Classe]
βελτιώνω, δημιουργώ κτ. καλύτερο[Hyper.]
ανακούφιση - palliation (en) - πραϋντικό - ανακούφιση, ξαλάφρωμα - alleviator (en) - ανακουφιστικός[Dérivé]
καταπραΰνω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,047s