Publicitad R▼
καταστροφή (n.)
1.οτιδήποτε έχει καταστροφικές συνέπειες
2.συμβάν ή κατάσταση με δυσμενέστατες συνέπειες
3.η πλήρης πτώση, η απώλεια κάθε στήριξης και συνεπώς το γκρέμισμα
4.οτιδήποτε προκαλεί πολύ μεγάλη ζημιά
καταστροφή
1.εξαφάνιση από ολοκληρωτική φθορά
Publicidad ▼
καταστροφή
καταστροφή (n.)
αφανισμός, δυστύχημα, ερήμωση, ερείπωση, κατάρρευση, κατεδάφιση, ναυάγιο, πλήρης αποτυχία, ρήμαγμα, συμφορά, φιάσκο, όλεθρος
Ver también
καταστροφή (n.)
↘ ερημώνω, κάνω ζημίες, καταστρέφω, καταστροφικός, λεηλατώ, μοιραίος, οδηγώ σε χρεοκοπία, πτωχεύω, ρημάζω, φαλιρίζω, χρεοκοπώ, χρεωκοπώ ↗ γκρεμίζω, ισοπεδώνω, κατακαίω, κατεδαφίζω
καταστροφή
Publicidad ▼
⇨ (οικονομική) καταστροφή • (οικονομική) καταστροφή, χρεοκοπία • ανθρωπογενής καταστροφή • γεωργική καταστροφή • επικείμενη καταστροφή • ερήμωση, καταστροφή • καταστροφή καλλιεργειών • καταστροφή οστών • καταστροφή των όπλων • καταστροφή,ναυάγιο • φυσική καταστροφή
⇨ ανθρωπογενής καταστροφή • γεωργική καταστροφή • καταστροφή καλλιεργειών • καταστροφή των όπλων • φυσική καταστροφή
⇨ Καταστροφή της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους • Καταστροφή της Σμύρνης • Μικρασιατική καταστροφή • Προσφυγικό ζήτημα (μικρασιατική καταστροφή) • Φυσική καταστροφή
καταστροφή
λήξη, τερματισμός[Hyper.]
αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, καθαρίζω[Nominalisation]
ερημώνω, κάνω ζημίες, καταστρέφω, λεηλατώ, ρημάζω - καταστρέφω - καταστρέφω[Dérivé]
καταστροφή (n.)
crash; failure; bankruptcy (en)[Classe]
échec (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
καταστροφή (n.)
destruction (fr)[Classe]
opération de maçonnerie (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Destruction (en)[Domaine]
κατάληξη, συμπέρασμα, τέλος[Hyper.]
γκρεμίζω, ισοπεδώνω, κατακαίω, κατεδαφίζω[Nominalisation]
αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, καθαρίζω - εξουδετερώνω - εξαλείφω, σβήνω - erase, wipe out (en) - καταστρέφω - εξολοθρεύω - κατεδαφίζω[Dérivé]
καταστροφή (n.)
crash; failure; bankruptcy (en)[Classe]
impoverishment (en)[Classe]
αλλοίωση, αποσύνθεση, σήψη[Hyper.]
ερειπώνομαι, παρακμάζω - κατεπειρώ[Dérivé]
καταστροφή (n.)
accident maritime grave (fr)[Classe]
(σκάφος)[termes liés]
mer et océan (fr)[termes liés]
tempête (fr)[DomainDescrip.]
ατύχημα, δυστύχημα[Hyper.]
shipwreck (en) - διαλύω, καταστρέφω, ναυαγώ[Dérivé]
καταστροφή (n.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
αντιξοότητα, ατυχία, κακουχία[Hyper.]
καταστροφή (n.)
ερήμωση; καταστροφή[ClasseHyper.]
soudain et imprévu (fr)[Caract.]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
αναστάτωση, διατάραξη[Hyper.]
καταστροφή (n.)
pillage, pillaging, plundering (en)[Hyper.]
καταστρέφω, ρημάζω[Dérivé]
καταστροφή (n.)
καταστροφή (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,062s