Publicitad R▼
καταστροφικός (adj.)
αισχρός, αξεπέραστος, απαίσιος, επικριτικός, κάκιστος, καταστρεπτικός, μη εποικοδομητικός, μοιραίος, ολέθριος, πολύ δυσάρεστος, τεράστιος, τρομακτικός, τρομερός, φοβερός, φρικτός
Publicidad ▼
Ver también
καταστροφικός (adj.)
↗ αποδεκατίζω, δράμα, εξολοθρεύω, καθαρίζω, κακό, κατακλυσμός, καταστροφή, μάστιγα, ξεπεσμός, συμφορά, τραγικό γεγονός, τραγωδία ≠ κατασκευαστικός
καταστροφικός (adj.)
destructive (en)[Classe]
(απειλώ; διακινδυνεύω; θέτω σε κίνδυνο), (κίνδυνος), (απειλώ; διακινδυνεύω; θέτω σε κίνδυνο)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Damaging (en)[Domaine]
αποδεκατίζω, εξολοθρεύω, καθαρίζω[Qui~]
καταστρέφω - καταστροφικότητα - καταστροφικά[Dérivé]
κατασκευαστικός[Ant.]
καταστροφικός (adj.)
affreux (fr)[Classe]
répugnant par l'aspect (fr)[Classe]
qui est vil, moralement bas (fr)[Classe]
άσχημος, βλαβερός, κακός[Similaire]
καταστροφικός (adj.)
qui nuit (à qqn ou à qqch) (fr)[Classe]
affligeant (fr)[Classe]
récolte (fr)[DomainJugement]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
ξεπεσμός - κακό, μάστιγα, συμφορά[QuiCAuse]
δράμα, κατακλυσμός, τραγικό γεγονός, τραγωδία[Rel.App.]
βλαβερός, επιβλαβής[Similaire]
καταστροφικός (adj.)
qui nuit (à qqn ou à qqch) (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
καταστροφή, συμφορά - δράμα, κατακλυσμός, τραγικό γεγονός, τραγωδία[Rel.App.]
άτυχος, ατυχής, θλιβερός[Similaire]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,047s