Publicitad E▼
κατευθύνομαι (v.)
1.αλλάζω κατεύθυνση,παρεκκλίνω από την αρχική μου τοποθέτηση
κατευθύνομαι
1.πηγαίνω προς μια κατεύθυνση
Publicidad ▼
κατευθύνομαι
ανακατώνω, κάνω την παραμικρή κίνηση, κουνιέμαι, μετακινούμαι, μετακινώ, πηγαίνω
κατευθύνομαι (v.)
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,031s