Publicitad R▼
κερδίζω (v.)
1.αυξάνω σε βαθμό ή σε τιμή
2.(για γνώσεις) έχω κάτι που δεν το είχα προηγουμένως
3.κερδίζω σε εκλογές
4.κερδίζω χρήματα ή γενικότερα υλικά αγαθά
5.ωφελούμαι, έχω υλικό ή ηθικό κέρδος από κάτι
6.κατακτώ με την βία, γίνομαι κύριος μιας στρατιωτικής θέσης, κατά την διάρκεια πολεμικής επιχείρησης ή μιας ανεξάρτητης χώρας, ύστερα από την επιτυχή έκβαση ενός επιθετικού πολέμου
7.αποκτώ κάτι από προσωπική ικανότητα
8.γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος μέσω της εργασίας μου ή κάποιας άλλης δραστηριότητας
9.αποκτώ κάτι από εμπορική ή επιχειρηματική κίνηση, όπως αύξηση μισθού ή αμοιβή
κερδίζω
1.ασκώ επίδραση σε κάποιον ή σε κάτι, συντελώ στο να υιοθετήσει κάποιος μια συγκεκριμένη θέση ή πεποίθηση
Publicidad ▼
κερδίζω
αποκτώ πλεονέκτημα, αποκτώ το πάνω χέρι, επηρεάζω, επικρατώ, καταφέρνω κπ. να κάνει κτ., νικώ, ξεπερνώ, παίρνω με το μέρος μου, πετυχαίνω, πλεονεκτώ, τερματίζω πρώτος, υπερισχύω, υπερνικώ, υποτάσσω, υποτάσσω στη θέλησή μου
κερδίζω (v.)
αποκομίζω, αποκτώ, αποκτώ σταδιακά, αυξάνομαι, βγάζω, διαμορφώνω, επωφελούμαι, καταλαμβάνω, κεδίζω, κερδίζω από πώληση, κερδίζω επάξια, παίρνω, προσαυξάνω, σχηματίζω, ωφελούμαι
κερδίζω (v.)
Ver también
κερδίζω (v.)
↗ όφελος ≠ βγάζω λεφτά, δεν κερδίζω, είμαι ο χαμένος π.χ. σε έναν αγώνα, νικιέμαι, ρεφάρω, χάνω
κερδίζω
≠ αποτρέπω
Publicidad ▼
⇨ δεν κερδίζω • κερδίζω έδαφος • κερδίζω έμβλημα • κερδίζω αποδοχή • κερδίζω από πώληση • κερδίζω επάξια • κερδίζω πολλά λεφτά
κερδίζω
dominer (être meilleur pour une personne) (fr)[Classe]
être meilleur dans une confrontation (fr)[Classe]
soumettre (fr)[Classe]
(υπερ)νικώ, κατακτώ; καταστέλλω; νικώ[Classe]
jeu d'échecs (fr)[DomaineCollocation]
factotum (en)[Domaine]
Won (en)[Domaine]
δαμαστήσ, νικητήσ[Dérivé]
κερδίζω
ανέχομαι, προκαλώ[Hyper.]
πειθώ, πειστικότητα - πείθων - persuasive (en) - δυνάμενοσ να πεισθή[Dérivé]
αποτρέπω[Ant.]
κερδίζω
αναπτύσσω σταδιακά, δυναμώνω[Hyper.]
κερδίζω (v.)
κερδίζω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
εξέλιξη[Dérivé]
βγάζω, εμφανίζω - αναπτύσσω - αναπτύσσω διεξοδικά, επεκτείνω, ερμηνεύω, μεγεθύνω - αναπτύσσομαι[Domaine]
κερδίζω (v.)
νικώ[Hyper.]
carry (en) - επηρεάζω, κερδίζω αποδοχή[Domaine]
κερδίζω (v.)
αποκομίζω, βγάζω, κερδίζω, κερδίζω από πώληση[Hyper.]
έσοδα, κέρδη, κέρδος[Dérivé]
ρεφάρω - βγάζω λεφτά, χάνω[Ant.]
κερδίζω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
όφελος - κέρδος, ωφέλεια - gainer (en)[Dérivé]
κερδίζω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Won (en)[Domaine]
κερδίζω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
κερδίζω (v.)
αποκτώ, λαμβάνω, παίρνω[Hyper.]
μισθωτός - gainer (en)[Dérivé]
κάνω - αποκομίζω καθαρά, αποφέρω καθαρά[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s