Publicitad D▼
κλαψιάρης (adj.)
1.για κάτι πολύ δυσάρεστο που προκαλεί θλίψη
Publicidad ▼
κλαψιάρης (adj.)
Ver también
κλαψιάρης (adj.)
↗ θλίβω, κλαίω, κλαίω γοερά, λυπάμαι, πικραίνομαι, στεναχωριέμαι, χύνω δάκρυα
Publicidad ▼
κλαψιάρης (adj.)
Contenido de sensagent
computado en 0,046s