Publicitad D▼
κορδώνομαι (v.)
1.μιλώ με πολύ επαινετικά λόγια για τον εαυτό μου, εκθειάζω τα προτερήματα ή τις επιτυχίες μου, συχνά υπερτονίζοντάς τα
2.στέκομαι ή περπατώ με τεντωμένο το κορμί και υψωμένο το κεφάλι, περπατώ καμαρωτά
Publicidad ▼
Ver también
κορδώνομαι (v.)
↘ θορυβώδησ, καυχηματίασ, καυχησιάρης, καύχημα, κομπορρήμονας, μεγαλαυχόσ, φιγουρατζήσ
Publicidad ▼
κορδώνομαι (v.)
κορδώνομαι (v.)
βαδίζω, περπατώ[Hyper.]
`πόζα`, κόρδωμα - αναπηδών, ορθούμενοσ - swaggerer (en)[Dérivé]
κορδώνομαι (v.)
faire le malin (fr)[Classe]
boast about; boast of; pride o.s. in; pride o.s. on; take pride in (en)[Classe]
Gascogne (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
épate, frime (fr)[GenV+comp]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s