Publicitad R▼
κουρέας (n.)
1.αυτός που έχει ως επάγγελμά του να κουρεύει ή να χτενίζει τα μαλλιά
2.κουρέας που ειδικεύεται σε κόψιμο μαλλιών και ξύρισμα (για ανδρικό μούσι)
Publicidad ▼
κουρέας (n.)
Ver también
κουρέας (n.)
↘ κουρευτικόσ ↗ χτενίζω
Publicidad ▼
κουρέας (n.)
personne qui coupe (fr)[ClasseParExt.]
κουρέας; κομμωτής; κομμώτρια[ClasseHyper.]
body_care (en)[Domaine]
Position (en)[Domaine]
χτενίζω[PersonneQui~]
δεξιοτέχνης, τεχνίτης[Hyper.]
style (en) - άποψη, μόδα, τρόπος - κόμμωση, χτένισμα - σχέδιο - ύφος - στιλ, στυλ, τεχνοτροπία[Dérivé]
κουρέας (n.)
μπαρμπέρης; κουρέας[ClasseHyper.]
(μουστάκι), (μπαρμπέρης; κουρέας)[termes liés]
κομμωτής, κομμώτρια, κουρέας, στιλίστας[Hyper.]
barber (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s