Publicitad E▼
κουτσαίνω (v.)
1.κινούμαι αργά και με δυσκολία
2.περπατώ κουτσά,χωρίς να πατώ κανονικά το πόδι μου από χτύπημα ή πόνο
Publicidad ▼
κουτσαίνω (v.)
Ver también
κουτσαίνω (v.)
Publicidad ▼
κουτσαίνω (v.)
βαστώ, διαρκώ, εξακολουθώ, κρατώ, συνεχίζομαι[Hyper.]
κουτσό βάδισμα[Dérivé]
κουτσαίνω (v.)
βαδίζω, περπατώ[Hyper.]
κουτσό βάδισμα - cripple, hobbler, limper (en) - προθυμία, χωλότητα[Dérivé]
κουτσαίνω (v.)
avoir un effet nuisible (fr)[Classe...]
(παράλυση)[termes liés]
ακρωτηριάζω, σακατεύω[Hyper.]
ανάπηρος[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s