Publicitad R▼
κρατούμενος (n.)
1.αυτός που βρίσκεται στη φυλακή ,αυτός που συλλαμβάνεται κατά τον πόλεμο από τον αντίπαλο ή παραδίνεται σε αυτόν και τίθεται υπο την εξουσία του
Publicidad ▼
κρατούμενος (n.)
Ver también
κρατούμενος (n.)
↘ αιχμαλωσία, περιτείχιση, τρόφιμος ιδρύματος ↗ αιχμάλωτος, κάθειρξη, πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω, τσιμπώ, φυλάκιση, φυλακή, φυλακισμένος
Publicidad ▼
κρατούμενος (n.)
κρατούμενος; αιχμάλωτος; φυλακισμένος; τρόφιμος ιδρύματος[Classe]
(πολεμιστής)[termes liés]
law (en)[Domaine]
Confining (en)[Domaine]
δυστυχισμένος άνθρωπος[Hyper.]
κάθειρξη, φυλάκιση, φυλακή - αιχμάλωτος[Dérivé]
κρατούμενος (n.)
Descripteurs EUROVOC (fr)[Thème]
κρατούμενος (n.)
defendant; accused (en)[Classe]
κρατούμενος; αιχμάλωτος; φυλακισμένος; τρόφιμος ιδρύματος[ClasseHyper.]
εγκληματίας, ο εκτός νόμου, ο παράνομος[Hyper.]
πιάνω, συλλαμβάνω, τσακώνω, τσιμπώ - αιχμάλωτος, κρατούμενος, φυλακισμένος[CeQuiEst~]
καταδικάζω[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s