definición y significado de κρατώ | sensagent.com


   Publicitad E▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de κρατώ

Definición

κρατώ (v.)

1.κρατώ κάτι

2.κάνω κράτηση σε μεταφορικό μέσο ή κατοικία

3.έχω μεγάλη διάρκεια

4.παρατείνομαι ως προς τη χρονική μου διάρκεια

5.δεσμεύω κπ εντός ορισμένων ορίων, αφαιρώ από κπ τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης έξω από έναν χώρο

6.εμποδίζω κάποιον ή κάτι από το να φύγει

7.μένω σταθερός στις απόψεις ή στις αποφάσεις μου. Δεν εγκαταλείπω τις θέσεις και τις αρχές μου

8.κάνω κάποιον ή κάτι να καθυστερήσει, να χάσει χρόνο

9.διατηρώ, κρατώ την κτήση, συγκρατώ, έχω κάτι

10.κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή

11.αναλαμβάνω να προσέχω και να φροντίζω κάποιον ή κάτι

12.έχω στη κατοχή μου κάτι και το αποθηκεύω για μελλοντική χρήση ή εφαρμογή

κρατώ

1.απασχολώ ολοκληρωτικά, καταλαμβάνω ή απαιτώ το χρόνο, τη σκέψη ή τις δυνάμεις κάποιου αποκλειστικά, σε σημείο που να μην ασχολείται με τίποτα άλλο

   Publicidad ▼

Sinónimos

Ver también

   Publicidad ▼

Frases

(παρα)κρατώ • *κρατώ αιχμάλωτο • κρατώ (θέση) • κρατώ (π.χ. δουλειά) • κρατώ ή κρατιέμαι σε απόσταση • κρατώ αδέξια • κρατώ γερά • κρατώ θέση • κρατώ κακία • κρατώ καλά • κρατώ κπ. αιχμάλωτο • κρατώ κπ. ενήμερο • κρατώ κπ. σε απόσταση • κρατώ κρυφό ατού • κρατώ κτ. για τον εαυτό μου • κρατώ κτ. κρυφό • κρατώ κτ. μυστικό • κρατώ κτ. σε απόσταση • κρατώ κτ. χωριστά • κρατώ μέσα για τιμωρία • κρατώ μακριά από κπ. ή κτ. • κρατώ με προσοχή • κρατώ μυστικό • κρατώ νότα (μουσ.) • κρατώ πολύ εμπόρευμα • κρατώ σημειώσεις • κρατώ στο στομάχι μου • κρατώ σφικτά • κρατώ σφιχτά • κρατώ το νοικοκυριό • κρατώ το χρόνο (μουσ.) • κρατώ όμηρο • κρατώ όμηρο με σκοπό την καταβολή λύτρων • μένω ή κρατώ κπ. έξω

Diccionario analógico









κρατώ (v.)




κρατώ (v.)







 

todas las traducciones de κρατώ


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

5059 visitantes en línea

computado en 0,032s