Publicitad E▼
κρατώ (v.)
1.κρατώ κάτι
2.κάνω κράτηση σε μεταφορικό μέσο ή κατοικία
3.έχω μεγάλη διάρκεια
4.παρατείνομαι ως προς τη χρονική μου διάρκεια
5.δεσμεύω κπ εντός ορισμένων ορίων, αφαιρώ από κπ τη δυνατότητα ελεύθερης κίνησης έξω από έναν χώρο
6.εμποδίζω κάποιον ή κάτι από το να φύγει
7.μένω σταθερός στις απόψεις ή στις αποφάσεις μου. Δεν εγκαταλείπω τις θέσεις και τις αρχές μου
8.κάνω κάποιον ή κάτι να καθυστερήσει, να χάσει χρόνο
9.διατηρώ, κρατώ την κτήση, συγκρατώ, έχω κάτι
10.κρατώ κάτι σε καλή κατάσταση, το προστατεύω από την καταστροφή
11.αναλαμβάνω να προσέχω και να φροντίζω κάποιον ή κάτι
12.έχω στη κατοχή μου κάτι και το αποθηκεύω για μελλοντική χρήση ή εφαρμογή
κρατώ
1.απασχολώ ολοκληρωτικά, καταλαμβάνω ή απαιτώ το χρόνο, τη σκέψη ή τις δυνάμεις κάποιου αποκλειστικά, σε σημείο που να μην ασχολείται με τίποτα άλλο
Publicidad ▼
κρατώ
κρατώ (v.)
αντέχω, αντιστέκομαι, αποκτώ, αρνούμαι να υποχωρήσω, βαστώ, βρίσκω, δε δίνω, δεν αφήνω κτ. να μου φύγει, δεν υποχωρώ, διαρκώ, διατηρούμαι, διατηρώ, διατηρώ σε μια κατάσταση, είμαι αμετάπειστος, είμαι ανυποχώρητος, εξακολουθώ, θέτω υπό κράτηση, κάνω κράτηση, καθυστερώ, καθυστερώ κπ., κρατάω, κρατώ γερά, κρατώ καλά, περιορίζω, πιάνω, πιάνω στα χέρια μου, συγκρατώ, συλλαμβάνω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, συνεχίζω κτ., συντηρώ, τα βγάζω πέρα, τηρώ, τηρώ έτσι όπως πρέπει, φυλάγω
Ver también
κρατώ (v.)
↘ διαρκής, μόνιμος, περιοριστικός, φυλάκιση ≠ αφήνω, αφήνω κτ. από τα χέρια μου, βιάζω, εγκαταλείπω, ξεγραπώνω, παραδίνω
Publicidad ▼
⇨ (παρα)κρατώ • *κρατώ αιχμάλωτο • κρατώ (θέση) • κρατώ (π.χ. δουλειά) • κρατώ ή κρατιέμαι σε απόσταση • κρατώ αδέξια • κρατώ γερά • κρατώ θέση • κρατώ κακία • κρατώ καλά • κρατώ κπ. αιχμάλωτο • κρατώ κπ. ενήμερο • κρατώ κπ. σε απόσταση • κρατώ κρυφό ατού • κρατώ κτ. για τον εαυτό μου • κρατώ κτ. κρυφό • κρατώ κτ. μυστικό • κρατώ κτ. σε απόσταση • κρατώ κτ. χωριστά • κρατώ μέσα για τιμωρία • κρατώ μακριά από κπ. ή κτ. • κρατώ με προσοχή • κρατώ μυστικό • κρατώ νότα (μουσ.) • κρατώ πολύ εμπόρευμα • κρατώ σημειώσεις • κρατώ στο στομάχι μου • κρατώ σφικτά • κρατώ σφιχτά • κρατώ το νοικοκυριό • κρατώ το χρόνο (μουσ.) • κρατώ όμηρο • κρατώ όμηρο με σκοπό την καταβολή λύτρων • μένω ή κρατώ κπ. έξω
κρατώ
καταχωρίζω, τοποθετώ[Hyper.]
φλιτζάνι - κούπα, κύαθος, κύπελλο, φλιτζάνι, φλιτζανιά[Dérivé]
κρατώ
κρατώ (v.)
prendre possession d'un lieu (fr)[ClasseParExt.]
prendre indûment possession de qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Touching (en)[Domaine]
κρατώ (v.)
αναγράφω, δηλώνω, εγγράφω, καταγράφω [Hyper.]
κλείσιμο θέσης, κράτηση - bookable (en)[Dérivé]
κρατώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Translocation (en)[Domaine]
κινούμαι, περπατώ, πηγαίνω[Hyper.]
βελτίωση, εξέλιξη, προέλαση, προαγωγή, προώθηση, πρόοδος - εξακολούθηση[Dérivé]
διατηρώ, συνεχίζω[Domaine]
κρατώ (v.)
κρατώ (v.)
κρατώ (v.)
mettre qqn en prison (fr)[Classe]
κρατώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
κρατώ (v.)
αντέχω, διαρκώ, διατηρούμαι, κρατώ[Hyper.]
που μπορεί να φορεθεί[Dérivé]
κρατώ (v.)
επιμένω[Hyper.]
κρατώ (v.)
κρατώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
possesses (en)[Domaine]
έχω[Hyper.]
διατήρηση, κράτηση, παρακράτηση, συγκράτηση[Dérivé]
κρατάω, κρατώ, τηρώ έτσι όπως πρέπει[Domaine]
εγκαταλείπω[Ant.]
κρατώ (v.)
factotum (en)[Domaine]
Keeping (en)[Domaine]
διαστροφέασ, υποστηρικτήσ - maintainable (en)[Dérivé]
κρατώ (v.)
κρατώ (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,032s