Publicitad R▼
κρύβω (v.)
1.κρύβω τα πραγματικά μου συναισθήματα για κάτι
2.κάνω κάτι να μη φαίνεται
3.σκεπάζω κάτι εντελώς, ώστε να μη φαίνεται
4.τοποθετώ κάτι σε μέρος αθέατο, με σκοπό να μην μπορεί να το βρει κάποιος
5.αλλάζω την εξωτερική μου εμφάνιση, ώστε να φαίνομαι εντελώς διαφορετικός, να μην αναγνωρίζομαι
Publicidad ▼
κρύβω (v.)
αντικρούω, διαφωνώ, διαψεύδω, εκκρίνω, θάπτω, θάφτω, θαμπώνω, καλύπτω, καταχωνιάζω, μασκαρεύομαι, μεταμφιέζομαι, προσποιούμαι, σκεπάζω, σκιάζω, συγκαλύπτω
Ver también
κρύβω (v.)
↘ αντίθεση, απάτη, δόλος, εναντιότητα, εξαπάτηση, καμουφλάζ, μαύρισμα, μεταμφίεση, παραλλαγή, παραπλάνηση ↗ σκοτεινός, σκούρος ≠ αποδίδω, δείχνω, φανερώνω
Publicidad ▼
κρύβω
αλλάζω[Hyper.]
απόκρυψη, κρύψιμο, συγκάλυψη - obliterable, removable (en)[Dérivé]
efface, obliterate (en)[Domaine]
κρύβω (v.)
μεταμφιέζω[Hyper.]
απάτη, δόλος, εξαπάτηση, παραπλάνηση - dissimulative (en)[Dérivé]
κρύβω (v.)
factotum (en)[Domaine]
Covering (en)[Domaine]
κρύβω[Hyper.]
σάστισμα - fog, fogginess, gloom, murk, murkiness (en)[Dérivé]
κρύβω (v.)
laisser s'écouler hors de soi (fr)[Classe]
jeter hors de soi un liquide organique (fr)[Classe]
(εκκριτικό όργανο; αδένας)[termes liés]
(infiltrate), (torpor; slowness) (en)[Caract.]
secretion (en)[GenV+comp]
διαπιδύω, περνώ διά των πόρων[Hyper.]
αδένας, εκκριτικό όργανο - release (en) - έκκριση[Dérivé]
κρύβω (v.)
contredire (fr)[Classe]
ne pas croire (fr)[Classe]
κρύβω (v.)
κρύβω[Hyper.]
κρύβω (v.)
se montrer hypocrite (fr)[Classe]
μεταμφιέζω[Hyper.]
mask (en) - κάλυμμα, κάλυψη - μανδύας[Dérivé]
κρύβω (v.)
faire devenir obscur, priver de lumière (fr)[Classe]
couleur foncée (fr)[termes liés]
σκουραίνω[Hyper.]
σκοτεινός, σκούρος[Rendre+Attrib.]
κρύβω (v.)
faire devenir obscur, priver de lumière (fr)[Classe]
(shadow; shade) (en)[termes liés]
foliage (en)[GenV+comp]
κρύβω (v.)
cacher qqch ou qqn (fr)[Classe]
induire en erreur (fr)[Classe]
τυλίγω[Hyper.]
βαρύ πέπλο[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,032s