Publicitad E▼
κυνηγός (n.)
1.το πρόσωπο που προσπαθεί να σκοτώσει ή να συλλάβει άγρια ζώα ή πουλιά στο φυσικό τους περιβάλλον
Publicidad ▼
κυνηγός (n.)
Ver también
Publicidad ▼
κυνηγός (n.)
εξειδικευμένος εργάτης[Hyper.]
κυνηγάω, κυνηγώ[PersonneQui~]
κυνηγώ - θηρεύω, καταδιώκω, κυνηγώ[Dérivé]
κυνηγός (n.)
αθλητής[Hyper.]
χόκεϊ - ποδόσφαιρο - ράγκμπι - ποδόσφαιρο[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s