Publicitad E▼
κυρία (n.)
1.ευγενική ονομασία για κάθε γυναίκα
2.καλλιεργημένη γυναίκα, αρχοντική κυρία, γυναίκα αξιοπρεπής ή υψηλής κοινωνικής θέσης που συμπεριφέρεται με ευγένεια και σοβαρότητα ή που διαθέτει κύρος
Publicidad ▼
κυρία (n.f.)
Ver también
κυρία (n.)
κυρία (n.f.)
≠ αυτός που ανήκει στην αριστοκρατική τάξη, ευγενής, λόρδος, ο ευγενής
Publicidad ▼
⇨ ανοίγω την κύρια είσοδο κτηρίου • αξιοπρεπήσ κυρία • ευγενής κυρία • ευγενήσ κυρία • κυρία (που έχει υπηρέτη) • κυρία (προσφώνηση) • κυρία (ως β΄ συνθ.) • κύρια επιφάνεια • κύρια πηγή εισοδήματος • κύρια σημεία • κύρια ταινία του προγράμματος • κύρια φλέβα • κύρια φλέβα ποδιού • μη αρμόζων τρόποσ εισ κυρία
⇨ Η κυρία με τις καμέλιες • Η κυρία με τις καμέλιες (ταινία 1936) • Η κυρία του κυρίου • Κύρια Ζώνη Αστεροειδών • Κύρια Σελίδα • Κύρια Σελίδα/πρόταση B • Κύρια Σελίδα/πρόταση Α • Μια κυρία στα μπουζούκια
κυρία (n.)
κυρία (n.)
γκόμενα, γυναίκα, κούκλα[Hyper.]
κυρία (n.)
γκόμενα, γυναίκα, κούκλα[Hyper.]
κυρία (n.)
τίτλος[Hyper.]
κυρία (n. f.)
femme : état ou fonction (fr)[Classe...]
femme : temps féodaux (fr)[Classe]
suzerain (personne dont en dépend d'autres) (fr)[Classe]
titre de femme (fr)[Classe...]
heraldry (en)[Domaine]
Female (en)[Domaine]
SocialRole (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s