Publicitad E▼
λουτήρας (n.m.)
1.μαρμάρινη, εμαγέ ή πορσελάνινη επιμήκης λεκάνη μεγάλων διαστάσεων, ένα από τα είδη υγιεινής του λουτρού, η οποία τοποθετείται στο δάπεδο μέσα σε χτιστή βάση επενδεδυμένη εξωτερικά με πλακάκια και στην οποία μπαίνει κανείς όρθιος ή καθιστός για να κάνει μπάνιο ή ντους ή να λουστεί κ .λπ.
Publicidad ▼
λουτήρας (n.m.)
λουτήρας (n. m.)
bathtub; bathing tub; bath (en)[ClasseHyper.]
salle de bain (fr)[DomainDescrip.]
factotum (en)[Domaine]
BathingDevice (en)[Domaine]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,094s