Publicitad R▼
λωρίδα (n.)
1.στενόμακρο τμήμα ενός υλικού
2.σχετικά μακρόστενο τμήμα πράγματος
3.λεπτή σανίδα από μέταλλο η ξύλο
Publicidad ▼
λωρίδα (n.)
⇨ δερμάτινη λωρίδα • ενισχυτική λωρίδα • η Λωρίδα της Γάζας • λωρίδα κυκλοφορίας • λωρίδα ξηράς • λωρίδα που δένεται στην άκρη αντικειμένου για υποστήριξη ή στολισμό • λωρίδα στην άκρη • λωρίδα στην άκρη αντικειμένου • λωρίδα χαρτί • πάνινη λωρίδα μαλλιών • φαρδιά λωρίδα υφάσματος
⇨ Επίθεση στη Λωρίδα της Γάζας (2008-2009) • Επίθεση στην Λωρίδα της Γάζας (2008-2009) • Λωρίδα της Γάζας
Publicidad ▼
λωρίδα (n.)
χειροποίητο αντικείμενο[Hyper.]
λωρίδα (n.)
ρίγα[Similaire]
λωρίδα (n.)
κομμάτι[Hyper.]
λωρίδα (n.)
σχέδιο[Hyper.]
ραβδώνω - blotch, mottle, streak (en) - ραβδωτός, ριγωτός - striped, stripy (en)[Dérivé]
λωρίδα (n.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s