Publicitad R▼
μακριά (adj.)
1.αυτός που βρίσκεται σε μεγάλη απόσταση, χρονικά ή τοπικά ή ως προς το βαθμό συγγένειας
Publicidad ▼
Ver también
μακριά (adj.)
↘ σε ή από μακρινή απόσταση, στο βάθος ≠ κοντά σε, κοντινός, πλησίον
Publicidad ▼
⇨ (από) μακριά • (μακριά) από εδώ • ανοιχτό πέλαγος μακριά από τη στεριά • κρατιέμαι μακριά • κρατώ μακριά από κπ. ή κτ. • λιμάνι μακριά απ'το τελωνείο • μακριά (ως α΄ συνθ.) • μακριά από • μακριά από τη στεριά • μακριά και λεπτή κάλτσα • παραμένω μακριά (από κάπου) • προς κάπου μακριά (για προορισμό) • όχι μακριά από την ακτή • όχι τόσο μακριά όσο προοριζόταν
μακριά
απομακρυσμένος, απώτερος, μακρινός[Similaire]
μακριά
μακριά (adj.)
qui est loin (dans l'espace) (fr)[ClasseHyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s