Publicitad D▼
μετακινούμαι (v.)
1.αλλάζω θέση με κάποιον άλλο
2.αλλάζω θέση στο σώμα μου με αποτέλεσμα να αλλάζω θέση
3.αλλάζω θέση
Publicidad ▼
μετακινούμαι
μετακινούμαι (v.)
ανακατώνω, εξαρθρώνω, κάνω την παραμικρή κίνηση, κατευθύνομαι, κουνιέμαι, μετακινώ, μετατοπίζομαι
μετακινούμαι (v.)
μετακινούμαι (v.)
αλλάζω[Hyper.]
μετακινούμαι (v.)
μετακινούμαι (v.)
remuer le corps (fr)[Classe]
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 0,047s