Publicitad E▼
μεταμορφώνω (v.)
1.αλλάζω τη μορφή, κάνω να πάρει κάποιος ή κάτι άλλη μορφή ή άλλες ιδιότητες, άλλα χαρακτηριστικά
2.μεταβάλλω ως προς το σχήμα, τη μορφή ή τη δομή, δίνω νέα μορφή σε κάτι
3.αλλάζω την εξωτερική εμφάνιση κάποιου, του δίνω άλλη μορφή ή σχήμα
4.μεταβάλλω τη φύση, τη σύσταση, τη μορφή κάποιου
5.αλλάζω ή αντικαθιστώ με κάτι άλλο συνήθως της ίδιας κατηγορίας
Publicidad ▼
μεταμορφώνω (v.)
αλλάζω ρούχα, αλλάσσω, ανταλλάσσω, μεταβάλλω, μεταλλάσσω, μεταμορφώνομαι, μεταπλάθω, μεταρρυθμίζω, μετασκευάζω, μετασχηματίζω, μετατρέπω, μεταφορτώνω
Ver también
μεταμορφώνω (v.)
Publicidad ▼
μεταμορφώνω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
μεταμορφώνω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
μεταβολή, μετατροπή[Dérivé]
μεταμορφώνω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
γίνομαι, τρέπομαι[Domaine]
μεταμορφώνω (v.)
faire passer d'une place A à une place B (fr)[Classe]
manœuvre d'un navire (fr)[DomaineCollocation]
μεταθέτω, μετατίθεμαι, μετατοπίζω, μεταφέρω[Hyper.]
μεταφόρτωση[Dérivé]
μεταμορφώνω (v.)
αλλάζω[Hyper.]
μεταβολή, μετατροπή - transmutation, transubstantiation (en)[Dérivé]
μεταμορφώνω (v.)
remplacer qqn ou qqch (fr)[Classe]
(let be; leave to) (en)[Thème]
posséder, possession (fr)[termes liés]
factotum (en)[Domaine]
Process (en)[Domaine]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s