Publicitad R▼
μεταφορά (n.)
1.ό,τι πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση κάποιου μεταφορικού μέσου
2.η μετακίνηση προσώπου ή πράγματος από έναν τόπο στον άλλο
Publicidad ▼
μεταφορά (n.)
έξοδα μεταφοράς, διαμετακόμιση, μετάθεση, μεταβίβαση, μετακίνηση, μεταφορικό μέσο, ναύλος, φορτίο
Ver también
μεταφορά (n.)
Publicidad ▼
⇨ ατύχημα κατά τη μεταφορά • εναέρια μεταφορά • θαλάσσια μεταφορά • λογιστική μεταφορά • μεταφορά (γραμμ.) • μεταφορά αρμοδιότητας • μεταφορά ασθενών • μεταφορά για ίδιο λογαριασμό • μεταφορά για λογαριασμό τρίτου • μεταφορά εμπορευμάτων • μεταφορά ενέργειας • μεταφορά επιβατών • μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων • μεταφορά επιχείρησης • μεταφορά ζώων • μεταφορά θερμότητας • μεταφορά και διακίνηση φορτίων • μεταφορά κεφαλαίων • μεταφορά μέσω πλωτής οδού • μεταφορά μαθητών • μεταφορά με ίδια μέσα • μεταφορά με αγωγό • μεταφορά με συρματόσχοινο • μεταφορά με σωλήνες • μεταφορά με το αυτοκίνητο άλλου • μεταφορά πιστώσεων • μεταφορά πληθυσμού • μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος • μεταφορά τεχνολογίας • μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο • οριζόντια μεταφορά • συνδυασμένη μεταφορά • υπόγεια μεταφορά • χερσαία μεταφορά • όχημα για μεταφορά αλόγων
⇨ ατύχημα κατά τη μεταφορά • θαλάσσια μεταφορά • λογιστική μεταφορά • μεταφορά αρμοδιότητας • μεταφορά ασθενών • μεταφορά για ίδιο λογαριασμό • μεταφορά για λογαριασμό τρίτου • μεταφορά εμπορευμάτων • μεταφορά ενέργειας • μεταφορά επιβατών • μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων • μεταφορά επιχείρησης • μεταφορά ζώων • μεταφορά και διακίνηση φορτίων • μεταφορά κεφαλαίων • μεταφορά μέσω πλωτής οδού • μεταφορά μαθητών • μεταφορά με ίδια μέσα • μεταφορά με αγωγό • μεταφορά με συρματόσχοινο • μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως • μεταφορά πιστώσεων • μεταφορά πληθυσμού • μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος • μεταφορά τεχνολογίας • μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο • συνδυασμένη μεταφορά • υπόγεια μεταφορά • χερσαία μεταφορά
μεταφορά (n.)
όχημα; τροχοφόρο; μεταφορά; μεταφορικό μέσο[ClasseHyper.]
μεταφορά (n.)
nomination; appointment; elevation; raising (en)[ClasseParExt.]
changement dans la vie professionnelle (fr)[Classe]
(functionary; officeholder; official; civil servant; government official; public servant) (en)[termes liés]
reassign, transfer (en)[Nominalisation]
μεταφορά (n.)
displacement (en)[Classe]
μεταβίβαση; μετακίνηση; μεταφορά; διαμετακόμιση; μεταφορικό μέσο[ClasseHyper.]
action de porter (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
Transportation (en)[Domaine]
remove, transport (en)[Nominalisation]
μεταφορά (n.)
μεταφορά[ClasseHyper.]
μεταφορά (n.)
price (en)[Classe]
fees; expense; expenses (en)[Classe]
(σκάφος)[termes liés]
(ενοικίαση), (κατοχή; ενοικίαση; μίσθωση)[termes liés]
(μεταφορά), (μεταβίβαση; μετακίνηση; μεταφορά; διαμετακόμιση; μεταφορικό μέσο)[termes liés]
commerce (en)[Domaine]
CurrencyMeasure (en)[Domaine]
charter (en)[Nominalisation]
επίπεδο, τιμή[Hyper.]
freight, load, load up (en) - ναυλώνω[Dérivé]
Wikipedia - ver también
Contenido de sensagent
computado en 0,047s