definición y significado de μεταφορά | sensagent.com


   Publicitad R▼


 » 
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita
alemán árabe búlgaro checo chino coreano croata danés eslovaco esloveno español estonio farsi finlandés francés griego hebreo hindù húngaro indonesio inglés islandés italiano japonés letón lituano malgache neerlandés noruego polaco portugués rumano ruso serbio sueco tailandès turco vietnamita

Definición y significado de μεταφορά

Definición

μεταφορά (n.)

1.ό,τι πραγματοποιείται με τη χρησιμοποίηση κάποιου μεταφορικού μέσου

2.η μετακίνηση προσώπου ή πράγματος από έναν τόπο στον άλλο

   Publicidad ▼

Sinónimos

Ver también

μεταφορά (n.)

μεταφορέας

   Publicidad ▼

Frases

ατύχημα κατά τη μεταφορά • εναέρια μεταφορά • θαλάσσια μεταφορά • λογιστική μεταφορά • μεταφορά (γραμμ.) • μεταφορά αρμοδιότητας • μεταφορά ασθενών • μεταφορά για ίδιο λογαριασμό • μεταφορά για λογαριασμό τρίτου • μεταφορά εμπορευμάτων • μεταφορά ενέργειας • μεταφορά επιβατών • μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων • μεταφορά επιχείρησης • μεταφορά ζώων • μεταφορά θερμότητας • μεταφορά και διακίνηση φορτίων • μεταφορά κεφαλαίων • μεταφορά μέσω πλωτής οδού • μεταφορά μαθητών • μεταφορά με ίδια μέσα • μεταφορά με αγωγό • μεταφορά με συρματόσχοινο • μεταφορά με σωλήνες • μεταφορά με το αυτοκίνητο άλλου • μεταφορά πιστώσεων • μεταφορά πληθυσμού • μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος • μεταφορά τεχνολογίας • μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο • οριζόντια μεταφορά • συνδυασμένη μεταφορά • υπόγεια μεταφορά • χερσαία μεταφορά • όχημα για μεταφορά αλόγων

ατύχημα κατά τη μεταφορά • θαλάσσια μεταφορά • λογιστική μεταφορά • μεταφορά αρμοδιότητας • μεταφορά ασθενών • μεταφορά για ίδιο λογαριασμό • μεταφορά για λογαριασμό τρίτου • μεταφορά εμπορευμάτων • μεταφορά ενέργειας • μεταφορά επιβατών • μεταφορά επικίνδυνων εμπορευμάτων • μεταφορά επιχείρησης • μεταφορά ζώων • μεταφορά και διακίνηση φορτίων • μεταφορά κεφαλαίων • μεταφορά μέσω πλωτής οδού • μεταφορά μαθητών • μεταφορά με ίδια μέσα • μεταφορά με αγωγό • μεταφορά με συρματόσχοινο • μεταφορά ξυλείας δι' επιπλεύσεως • μεταφορά πιστώσεων • μεταφορά πληθυσμού • μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος • μεταφορά τεχνολογίας • μεταφορά υπό τελωνειακό έλεγχο • συνδυασμένη μεταφορά • υπόγεια μεταφορά • χερσαία μεταφορά

Diccionario analógico




μεταφορά (n.)

μεταφορά[ClasseHyper.]



Wikipedia - ver también

 

todas las traducciones de μεταφορά


Contenido de sensagent

  • definiciones
  • sinónimos
  • antónimos
  • enciclopedia

 

4641 visitantes en línea

computado en 0,047s