Publicitad R▼
μουνί (n. neu.)
1.άσεμνος τύπος για τα γυναικεία γεννητικά όργανα
2.το εξωτερικό τμήμα των γεννητικών οργάνων της γυναίκας, το οποίο εμφανίζει ένα ζεύγος μεγάλων χειλέων, κάποιες δερματικές πτυχώσεις καλυμμένες από τρίχωμα, καθώς και ένα ζεύγος μικρών χειλέων. Στις γυναίκες που είναι παρθένες υπάρχει, μία μεμβρανώδης πτύχωση που αποκλείει μερικώς την είσοδο στο στόμιο του κόλπου. Στο ανώτερο τμήμα του αιδοίου βρίσκονται μία στυτική δομή, η κλειτορίδα
Publicidad ▼
Ver también
μουνί (n. neu.)
Publicidad ▼
μουνί (n.)
γεννητικό όργανο γυναίκας[Hyper.]
μουνί (n.)
φυγάς[ClasseParExt.]
personne qui a peur, manque de courage (fr)[ClasseParExt.]
μουνί (n.)
μουνί (n.)
Wikipedia - ver también
Contenido de sensagent
computado en 0,031s