Publicitad E▼
μπεκρουλιάζω (v.)
1.πίνω συχνά και σε μεγάλη ποσότητα οινοπνευματώδη ποτά και μεθάω
2.πίνω συχνά και σε μεγάλες ποσότητες οινοπνευματώδη ποτά
Publicidad ▼
μπεκρουλιάζω (v.)
απορροφώ, καταναλώνω οινοπνευματώδη, μεθοκοπώ, μεθώ, μπεκρολογώ, μπεκροπίνω, πίνω
Ver también
μπεκρουλιάζω (v.)
Publicidad ▼
μπεκρουλιάζω (v.)
boire de l'alcool avec excès (fr)[Classe]
liquide (complément) (fr)[DomaineCollocation]
μπεκρουλιάζω (v.)
Contenido de sensagent
computado en 0,031s