Publicitad R▼
μπλοκάρω (v.)
1.κλείνω μέσα ή έξω, εμποδίζω ή απαγορεύω την είσοδο, την έξοδο, τη διέλευση
2.κλείνω το πέρασμα σε κάποιο σημείο
3.(για το τελικό στάδιο μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας) ολοκληρώνω, συμπληρώνω με κάτι
Publicidad ▼
μπλοκάρω (v.)
αποκλείω, αποκλείω μια περιοχή, εμποδίζω, θέτω τέλος, κλείνω ερμητικά, σταματώ, σφραγίζω, φράζω
Ver también
μπλοκάρω (v.)
↗ ανάχωμα, τραβέρσα, φράγμα ≠ άρχομαι, ανοίγω, απαγκιστρώνομαι, απαγκιστρώνω, αποδεσμεύω, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, ξεκινώ, ξεμπλοκάρω, πιάνω, πιάνω δουλειά, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά
Publicidad ▼
μπλοκάρω (v.)
κατακλύζω, πολιορκώ[Hyper.]
αποκλεισμός[Dérivé]
μπλοκάρω (v.)
fermer une porte (fr)[Classe]
empêcher (de faire, de se produire) (fr)[Classe]
clore un espace pour le protéger (fr)[Classe]
βουλώνω[Classe]
fermer un conduit anatomique (fr)[Classe]
(φράγμα; ανάχωμα; φράγμα (σε ποτάμι))[termes liés]
barre (fr)[termes liés]
opérer (chirurgie) (fr)[DomainRegistre]
μπλοκάρω (v.)
interrompre le développement de qqch, arrêter qqch (fr)[Classe]
finir qqch (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
IntentionalProcess (en)[Domaine]
finishes (en)[Domaine]
αλλάζω[Hyper.]
λήξη, τερματισμός - άκρη, ακριανός, ουρά, τέλος, τελευταίο τμήμα - end, final stage, last (en) - θάνατος - κατάληξη, πέρας, τέλος - ληκτικόσ[Dérivé]
παύω, σταματώ, τελειώνω[Cause]
άρχομαι, ανοίγω, αρχίζω, αρχινίζω, αρχινώ, βάζω μπρος, πιάνω, πιάνω δουλειά, στρώνομαι να κάνω κτ., στρώνομαι στη δουλειά - αρχίζω, ξεκινώ[Ant.]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s