Publicitad D▼
μπουνιά (n.)
1.(στο μποξ) χτύπημα με το χέρι
2.παλάμη χεριού με ενωμένα και κλειστά προς τα μέσα τα δάκτυλα
Publicidad ▼
μπουνιά (n.)
Publicidad ▼
μπουνιά (n.)
χτύπημα[Hyper.]
δέρνω, καρπαζώνω, κτυπώ, ξυλοφορτώνω, ραπίζω, χτυπώ - κοπανάω, κοπανώ - δίνω μπουνιά - γρονθοκοπώ, ξυλοκοπώ - χτυπώ βαριά[Dérivé]
μποξ, πυγμαχία[Domaine]
μπουνιά (n.)
μπουνιά (n.)
μοιρασιά στα χαρτιά[Classe]
(γροθιά; μπουνιά)[Thème]
((οριστικό) κλείσιμο)[Caract.]
anatomy (en)[Domaine]
Fist (en)[Domaine]
μοιρασιά στα χαρτιά, χέρι[Hyper.]
Contenido de sensagent
computado en 0,047s