Publicitad E▼
μόλις (adv.)
έτοιμος, ακριβώς, αυτή τη στιγμή, δύσκολα, ελάχιστα, μάλλον δεν, με μικρή διαφορά, μετά βίας, μόλις πριν από λίγο, μόλις τώρα, νέο-, παρά τρίχα, που κοντεύει, πρόσφατα, σχεδόν καθόλου, τη συγκεκριμένη στιγμή, τώρα, τώρα δα, φρέσκα
μόλις (cnj.)
Publicidad ▼
Ver también
μόλις (adv.)
↘ λιγοστός, που δεν είναι διαθέσιμο σε επαρκή ποσότητα, που σπανίζει, σπάνιος ≠ γενικά, ελεύθερα, ευρέως, λάσκα, σκόρπια, χαλαρά
⇨ (αμέσως) μόλις • αμέσως μόλις • μόλις (και μετά βίας) • μόλις (μετά βίας και) • μόλις πριν από λίγο • μόλις τώρα • μόλισ αρχίσασ • νεοσσόσ μόλισ πτερωθείσ
Publicidad ▼
μόλις (adv.)
aussitôt (fr)[Classe]
depuis peu (fr)[Classe]
factotum (en)[Domaine]
ImmediatePastFn (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
μόλις (adv.)
prêt à, enclin à qqch (fr)[Classe]
μόλις (adv.)
peu (fr)[Classe]
μόλις (adv.)
μόλις (adv.)
depuis peu (fr)[Classe]
(απειρία; φρεσκάδα)[Caract.]
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
μόλις (adv.)
factotum (en)[Domaine]
SubjectiveAssessmentAttribute (en)[Domaine]
μόλις (adv.)
non (réponse négative, refus) (fr)[Classe]
adverbes de négation (fr)[Classe]
μόλις (conj.)
Wikipedia - ver también
Contenido de sensagent
computado en 0,437s