Publicitad E▼
ξαναζωντανεύω (v.)
1.εμπνέω σε κάποιον θάρρος αυτοπεποίθηση
Publicidad ▼
ξαναζωντανεύω (v.)
αναβιώνω, ανακτώ, εγκαρδιώνω, εμψυχώνω, μεταφέρω, ξαναβρίσκω
Ver también
ξαναζωντανεύω (v.)
↘ ενίσχυση, ενθάρρυνση, ενθαρρυντικός, προώθηση ↗ γενναιότητα, ηθικό, θάρρος, καρτερία, κουράγιο, κότσια, πολεμική αρετή, σθένος, ψυχικό σθένος
Publicidad ▼
Contenido de sensagent
computado en 1,186s