Publicitad R▼
ξυλοδαρμός (n.)
1.η πράξη του να δέρνεις κάποιον με δυνατά και απανωτά χτυπήματα
Publicidad ▼
ξυλοδαρμός (n.)
Ver también
ξυλοδαρμός (n.)
Publicidad ▼
ξυλοδαρμός (n.)
action de punir (fr)[Classe]
punishment; castigation; chastisement (en)[Classe]
suite de coups donnés à qqn (fr)[ClasseHyper.]
(ένοπλες δυνάμεις)[termes liés]
dérouiller, morfler, prendre plein la figure (fr)[Nominalisation]
σωματική τιμωρία[Hyper.]
κοπανώ, τσακίζω στο ξύλο, χτυπώ[Nominalisation]
beat, beat up, work over (en) - μαστιγώνω - flail, lam, thrash, thresh (en)[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,468s