Publicitad R▼
ουρλιαχτό (n.)
1.οξεία και διαπεραστική κραυγή
Publicidad ▼
Ver también
ουρλιαχτό (n.)
↗ αντηχώ, ηχώ, κουδουνίζω, μουγκανίζω, σημαίνω, χτυπώ
Publicidad ▼
ουρλιαχτό (n.)
αντάρα; θόρυβος; φασαρία[Classe]
bruit violent, confus et désordonné (fr)[Classe]
instrument sonore en cuivre (fr)[Classe]
ουρλιαχτό; στριγγλιά; στριγκλιά; διαπεραστικός ήχος[ClasseHyper.]
opération de la chasse à courre (fr)[Classe]
trompette (fr)[termes liés]
(τηλεφωνικός), (τηλεφώνημα)[termes liés]
θόρυβος[Hyper.]
ηχώ, σημαίνω, χτυπώ - αντηχώ, ηχώ, κουδουνίζω[Nominalisation]
έρχομαι, ακούγομαι πολύ δυνατά, βγάζω δυνατό ήχο, εκπέμπομαι, παράγω - βροντώ - cacophonic, cacophonous (en) - θορυβώδης, κραυγαλέοσ[Dérivé]
ουρλιαχτό (n.)
ήχος[Classe]
(power; strength) (en)[Caract.]
διαμαρτυρία, κατακραυγή, κελάιδισμα, κραυγή, ξέσπασμα, ξεφωνητό, ουρλιαχτό, φωνή[Hyper.]
μουγκανίζω[Nominalisation]
γελάω δυνατά, ξεκαρδίζομαι - κράζω, κραυγάζω, ξεφωνίζω, ουρλιάζω, στριγκλίζω, φωνάζω, φωνασκώ - hollo (en) - σκούζω - holler, holler out (en) - σκούζω - θρηνώ, κλαίω γοερά, στριγγλίζω, στριγκλίζω - ουρλιάζω - σκούζω, φωνάζω - βρυχώμαι, μουγκρίζω, ουρλιάζω, ωρύομαι[Dérivé]
ουρλιαχτό (n.)
cri fort et bruyant (fr)[Classe]
vociférer (fr) - vociférer (fr)[Nominalisation]
ουρλιαχτό (n.)
bruit fort (fr)[Classe]
άρθρωση[Hyper.]
γελάω δυνατά, ξεκαρδίζομαι - θρηνώ, κλαίω γοερά, στριγγλίζω, στριγκλίζω[Dérivé]
Contenido de sensagent
computado en 0,031s